δήν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δἦν — ἐ̄ν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐ̄ν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆν — δέω 1 bind pres inf act (epic doric) δέω 2 lack pres inf act (epic doric) δεῖ there is need pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
επισπάδην — ἐπισπάδην (Α) επίρρ. μονορούφι («ἤν... πίῃ αὐτοῡ ἐπισπάδην πολλόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπάω «σύρω πίσω μου, πίνω» + επίθημα δην (πρβλ. βά δην, συστά δην)] … Dictionary of Greek
κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
κατατμήδην — (Μ) επίρρ. σε κομμάτια, κομματιαστά, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα τμη τού κατατέμνω «κατακομματιάζω», πρβλ. μέλλ. κατα τμή σω + επιρρμ. κατάλ. δην, (πρβλ. κλή δην, σύρ δην)] … Dictionary of Greek
κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… … Dictionary of Greek
λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] … Dictionary of Greek
λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek