δην

δην
δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α)
1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ
2. προ πολλού χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā- < ΙΕ *dwā- «μακριά τοπ., επί μακρόν χρον.», η οποία απαντά και στο χεττ. tuwaz «από μακριά» με το επίθ. tuwala «απομεμακρυσμένος». Με άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας στα αρχ. ινδ. davīyāms- «πιο μακριά», αρμ. ter «διαρκής, terem «διαρκώ» κ.ά. Τέλος, ασθενής βαθμίδα dū- στα ινδο-ιραν. dū-ra- «απομεμακρυσμένα», λατ. dūdum «εδώ και πολύ καιρό» κ.ά. Ο τ. τού Αλκμάνος δόᾱν αντί τού δFάν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δήν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δἦν — ἐ̄ν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐ̄ν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῆν — δέω 1 bind pres inf act (epic doric) δέω 2 lack pres inf act (epic doric) δεῖ there is need pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • επισπάδην — ἐπισπάδην (Α) επίρρ. μονορούφι («ἤν... πίῃ αὐτοῡ ἐπισπάδην πολλόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπάω «σύρω πίσω μου, πίνω» + επίθημα δην (πρβλ. βά δην, συστά δην)] …   Dictionary of Greek

  • κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • κατατμήδην — (Μ) επίρρ. σε κομμάτια, κομματιαστά, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα τμη τού κατατέμνω «κατακομματιάζω», πρβλ. μέλλ. κατα τμή σω + επιρρμ. κατάλ. δην, (πρβλ. κλή δην, σύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] …   Dictionary of Greek

  • λύγδην — (Α) (ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ ἐπ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. δην (προβλ. κρύβ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”